υποφωσφορικός

υποφωσφορικός
-ή, -ό, Ν
φρ. α) «υποφωσφορικό οξύ»
χημ. ανόργανη ένωση τού φωσφόρου, που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από την συνένωση ενός μορίου φωσφορικού οξέος και ενός μορίου φωσφορώδους οξέος, με ταυτόχρονη αποβολή ενός μορίου νερού
β) «υποφωσφορικό άλας»
χημ. άλας τού υποφωσφορικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypophosphorique (< υπ[ο]-* + φωσφόρος). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”